τράμπα

τράμπα
η, Ν
1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι»)
2. συνεκδ. αντάλλαγμα
3. φρ. «με σκατά τράμπα δεν γίνεται» — δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. trampa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τράμπα — η (λ. τουρκ.), ανταλλαγή, αντάλλαγμα: Να κάνουμε τράμπα τα πρόβατα με το μοσχάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • trampă — TRÁMPĂ, trampe, s.f. (reg.) Schimb în natură; troc. ♦ (fam.) Aranjament, afacere (prin intermediari). ♢ expr. A face (cuiva) trampa = a mijloci cuiva o afacere, o întâlnire etc. [var.: treámpă s.f.] – Din tc. trampa. Trimis de claudia, 13.09.2007 …   Dicționar Român

  • τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”