- τράμπα
- η, Ν1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι»)2. συνεκδ. αντάλλαγμα3. φρ. «με σκατά τράμπα δεν γίνεται» — δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. trampa].
Dictionary of Greek. 2013.